- ἀνῄει
- ἄνειμιgo upimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνήιει — ἀνῄει , ἄνειμι go up imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφώδης — ες (Α λοφώδης, ῶδες) [λόφος] 1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.) 2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση») αρχ. αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο … Dictionary of Greek